Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Η ΠΟΤΟΠΟΙΪΑ-ΟΙΝΟΠΟΙΪΑ SANTE ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ



Το ξεκίνημα της Ποτοποιϊας γίνεται τον Μάρτιο του 1944, όταν ο Χρυσόστομος Βασιλείου νοικιάζει στην οδό Χαλκοκονδύλη 46 το δεύτερο μαγαζί πριν την γωνία με την οδό Σωκράτους. Στην γωνία ήταν το φαρμακείο του Ανδρουσινού, και απέναντι ακριβώς η Αθηναϊκή Ταβέρνα με ιστορικές καταβολές…..

Ήταν μια τεράστια νεοκλασική οικοδομή, που στέγαζε το ξενοδοχείο «Κασταλία» και  8 με 9 μαγαζιά. Κατεδαφίστηκε  το 1972 - δυό χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα,  αν και λογικά θα έπρεπε να είχε την τύχη των «αδελφών» οικοδομών της Ομόνοιας δηλαδή του ΜΠΑΓΚΕΙΟΥ και του Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Η ποτοποιία θα μεταφερθεί στα Πατήσια, και λίγο αργότερα θα γυρίσει το πρατήριό της στον αριθμό 44 της Χαλκοκονδύλη.


Στις 8 Απριλίου του 1946 συνδέεται και το τηλέφωνο με αριθμό    53 711, αργότερα 523-711.
Η ποτοποιία είχε εμβαδόν περισσότερο από 90 τετραγωνικά με αντίστοιχο υπόγειο και με εσωτερικό ύψος γύρω στα οκτώ μέτρα. Στο βάθος του ισογείου, μετά το χώρισμα  που έκρυβε το κυρίως εργαστήριο (εκεί εγκαταστάθηκαν οι κάδοι αναμείξεως το  εμφιαλωτήριο  και η "λάντζα") ξεκινούσε μία σκάλα  για το μικρό πατάρι. Ήταν τόπος ξεκούρασης , λογιστήριο αλλά και βοηθητική διάβαση για το γέμισμα των βαρελιών. 

 Οι ντάνες, φτιαγμένες από ξύλα βελανιδιάς, στην δεξιά πλευρά στήριζαν δώδεκα βαρέλια των 500 κιλών με ούζο, κονιάκ και ένα βαρέλι, πάντα με μαυροδάφνη. 

  Στο κέντρο η κατασκευή φιλοξενούσε δύο βαρέλια των 500 κιλών και δέκα βαρέλια των διακοσίων κιλών, κυρίως για τα λικέρ αλλά και για το extra ούζο και μπράντυ.  Η είσοδος είχε διπλή πόρτα και  δίπλα της ο χώρος είχε διασκευαστεί  σε βιτρίνα, ταμείο και γραφείο .

 Αριστερά ξεκινούσαν 9 σειρές ραφιών που διέτρεχαν  όλο το μήκος του χώρου από την είσοδο μέχρι το χώρισμα του εργαστηρίου. Πάντοτε γεμάτα με τα προϊόντα της Ποτοποιίας αλλά και άλλων εταιριών. Μπράντυ της Βότρυς, του Κούτσικου, μπράντυ και άλλα προϊόντα του Μεταξά. Εκτός από το ούζο Sante που θα αρχίσει να παράγεται το 1949, υπάρχουν τα ούζα  του Βαρβαγιάννη του Καλλικούνη και του Τέτερη, και αργότερα  το 12άρι του Καλογιάννη. Κρασιά Ραψάνης, Σάμου, Πατρών, Μαρκό, Αχάϊα Κλάους, Δεμέστιχα, και τα "λαϊκά" Ρετσίνα και Αρετσίνωτο Κουρτάκη 
Τα πάντα είχαν τον χώρο τους στην Χαλκοκονδύλη 46. Ένας μαρμάρινος πάγκος, πριν την πόρτα του εργαστηρίου, για την προετοιμασία των παραγγελιών του πρατηρίου. Υπήρχαν επίσης μικρά ποτήρια σε δίσκο, προκειμένου οι πελάτες, ιδιαίτερα οι τουρίστες, να δοκιμάζουν από όλα τα προϊόντα. Ήταν ένας τρόπος προσέλκυσης πιστής πελατείας. (Τα πληρώματα της αεροπορικής εταιρείας KLM που διανυκτέρευαν στο ΑΚΡΟΠΟΛ της οδού Πατησίων, για πολλά χρόνια περνούν «προσκυνηματικά» από την Χαλκοκονδύλη, προκειμένου να αγοράσουν πεντόκιλες νταμιτζάνες με Μαυροδάφνη ή Σαμιώτικο χύμα κρασί για να το μεταφέρουν στην πατρίδα τους).


Μετά το 1949, αρχές του 1950, με την οικονομία να αναπτύσσεται σταθερά, εισάγονται κυρίως από την Ευρώπη,  οινοπνευματώδη και κρασιά - που φυσικά, βρίσκονται και στα ράφια της Χαλκοκονδύλη. Εκτός από τα λικέρ (ηδύποτα) στα ράφια πήραν θέση διάφορες μάρκες απο ουϊσκι, τζίν, βότκα και γενικά ό,τι περιείχε οινόπνευμα. Κρασιά από την Γαλλία την Ισπανία και την Ιταλία, αλλά και από την Αυστρία και Γερμανία. Ένας αληθινός παράδεισος για τους φίλους του οίνου.


Στις 8 Αυγούστου 1949 κατατίθεται στο Υπουργείο Εμπορίου και ο διακριτικός τίτλος (trade mark SANTE «μετ’ απεικονίσεως»  για να διακρίνει «προϊόντα ποτοποιίας και οινοποιίας».   Το σήμα ήταν ένας θυρεός που περιλάμβανε ένα γοτθικό Β και ένα γαλλικό κρίνο. 

Η ΑΔΕΙΑ ΠΟΤΟΠΟΙΪΑΣ ΚΑΙ ΕΜΦΙΑΛΩΣΗΣ

Στις 17 Δεκεμβρίου 1951 με την υπ αριθ. 99774 ο Υπουργός Βιομηχανίας επιτρέπει !!!!! (δίνει δηλαδή άδεια) για εργαστήριο εμφιάλωσης. Αναγράφεται αυτολεξεί «Ο Υπουργός Βιομηχανίας , έοντας  υπόψιν ...... επιτρέπομεν εις τον ως άνω αιτούντα όπως εντός (1) ενός  έτους από σήμερον ιδρύση ενταύθα εργαστήριον εμφιαλώσεως οίνων συγκείμενον εκ (1) μιάς ταπωτικής μηχανής διαφόρων βαρελίων, λαντζών, φίλτρων  και λοιπών απαραιτήτων εργαλείων."
 Αξιοσημείωτο για τα σημερινά δεδομένα είναι ότι η αίτηση κατατέθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1951, στις 7 Δεκεμβρίου Γνωμοδότησε το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο του Υπουργείου Βιομηχανίας και στις 17 Δεκεμβρίου εκδόθηκε η απόφαση. ....Του ιδίου χρόνου....

ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ SANTE ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ-ΦΛΩΡΙΝΑ-ΚΑΣΤΟΡΙΑ 




Στην φωτογραφία αριστερά ο Βασίλης, στο κέντρο ο Μενέλαος και δεξιά ο Χρυσόστομος Βασιλείου)   


Τα προϊόντα διατίθενται κυρίως από το πρατήριο της εταιρείας στην οδό Χαλκοκονδύλη. Σύντομα η ποτοποιία θα αποκτήσει παραρτήματα στην Θεσσαλονίκη, όπου θα εργαστούν τα δύο αδέλφια του Θεόδωρος και Ευάγγελος Βασιλείου, στην Καστοριά όπου αναλαμβάνει ο Μενέλαος Βασιλείου και στην Φλώρινα όπου θα αναλάβει ο Νικόλαος Βασιλείου. Μαζί του στην Αθήνα θα μείνει ο αδελφός του Βασίλης Βασιλείου όπου και θα αναλάβει  τις πωλήσεις και διανομές στην Αττική, Εύβοια, Βοιωτία και Πελοπόννησο.Το1959 ο Βασίλης Βασιλείου λειτουργεί το εργοστασίου παραγωγής και εμφιάλωσης όλων των προϊόντων για λογαριασμό και των τεσσάρων περιοχών. Το εργοστάσιο στεγάστηκε στην οδό Νιρβάνα 6  και κατόπιν, το 1966 στο ιδιόκτητο εργοστάσιο της Λεωφόρου Ιωνίας 251 όπου βρίσκεται  μέχρι σήμερα. 



Το 1961 η ποτοποιία SANTE θα βραβευθεί με χρυσό μετάλλιο στην Έκθεση Τροφίμων και Ποτών του Ελληνοαμερικανικού εμπορικού επιμελητηρίου για την Βότκα που παρασκευάζει με βάση αυθεντική ρώσικη συνταγή.  

Το 1970 με τον θάνατο του Χρυσόστομου Βασιλείου η άδεια ποτοποιίας θα περάσει στον Βασίλη Βασιλείου, και μετά τον θάνατο του τελευταίου το 1977 την παράδοση θα συνεχίσει η κόρη του Κατερίνα Βασιλείου.

 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Κ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
 
Ο Χρυσόστομος Βασιλείου   γεννήθηκε την 1η Μαΐου του 1912 στην Κούταλη της Προποντίδας, ένα μικρό νησάκι του συμπλέγματος των νήσων του Μαρμαρά. Με το ξερίζωμα  του 1922 η οικογένεια Βασιλείου έρχεται στην Λήμνο, όπου το 1926 αρχίζει να χτίζεται η Νέα Κούταλη. Το 1928 η οικογένεια  φθάνει στην Θεσσαλονίκη όπου ο Χρυσόστομος Βασιλείου σπουδάζει στην Εμπορική Σχολή.  Εκεί βρίσκει δουλειά στην εταιρεία των Κονιόρδων –συγγενών από την παλιά πατρίδα- που ασχολήθηκαν κυρίως με την Οινοποιία και αργότερα και με την Οινοπνευματοποιία με εγκαταστάσεις στην Κρήτη. Σύντομα κερδίζει την εκτίμηση και εμπιστοσύνη του παππού Κονιόρδου, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει την ίδρυση παραρτημάτων της εταιρείας σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, στην Φλώρινα, στην Καστοριά, στην Νιγρίτα. Λίγο πριν τον πόλεμο του 40 θα κατέβει στην Αθήνα για να εργαστεί στο μαγαζί της Οινοποιίας στην οδό Αθηνάς πίσω από την πλατεία Κλαυθμώνος. Και κατόπιν στο νέο κατάστημα στον Βύρωνα.
ΧΑΛΚΟΚΟΝΔΥΛΗ 46

ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΠΡΑΤΗΡΙΟΥ
ΑΔΕΙΑ ΠΟΤΟΠΟΙΪΑΣ

ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ  ΤΗΛΕΦΩΝΟΙΥ 53 711
      
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

 






ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΣΗΜΑΤΟΣ SANTE

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ SANTE


Η Ποτοποιία SANTE εμφιάλωνε έξι  τύπους κρασιών : Μαυροδάφνη Πατρών,  Μοσχάτο Σάμου, λευκό και ερυθρό Ημίγλυκο κρασί Κισσάμου, Βερμούτ, και κατά περιόδους εάν εύρισκε κάποιο καλό κόκκινο κρασί, συνήθως από την Σαντορίνη, το εμφιάλωνε με την ετικέτα  ΜΑΥΡΟ ΔΑΚΡΥ.

(Οι ετικέτες που δημοσιεύονται σε  αυτήν την ενότητα, είναι από τις πρώτες. Οι αλλαγές που έγιναν μέσα στα χρόνια, και οι πιο πρόσφατες   μορφές τους, υπάρχουν στην ενότητα "Ετικέτες")

 
  Παρασκεύαζε με μία εξαιρετική συνταγή ποιοτικό Ούζο με και χωρίς γλυκάνισο, και το εμφιάλωνε σε συσκευασίες της μισής οκάς, ενός τετάρτου, πενηνταράκι (καραφάκι) και μιας οκάς και εκατό δραμίων.
   
Παρασκεύαζε και εμφιάλωνε κονιάκ ή πιο ορθά μπράντυ –  όταν απαγορεύθηκε στις αρχές του 1950  η χρήση ονομασία αυτή για αποστάγματα που δεν προήρχοντο από την ομώνυμη γαλλική περιοχή Cognac - σε συσκευασίες της μισής οκάς και τετάρτου. Αργότερα η  ένδειξη μπράντυ μετονομάστηκε  σε  Απόσταγμα Οίνου.

Η ποτοποιία Sante υπήρξε πρωτοπόρος στα λικέρ για την Ελλάδα, αφού παρασκεύαζε και εμφιάλωνε όλη την ποικιλία των ηδυπότων της Ευρώπης : Τσέρυ, Βενεδεκτίνη, Κουαντρώ, Πίπερμαν, Μαρασκίνο, Κακάο, Κοκτέηλ  αλλά και τα δημοφιλή στην Ελλάδα Μαστίχα, Μπανάνα και Τριαντάφυλλο.
  Οι συνταγές που έχει στα χέρια του ο Χρυσόστομος Βασιλείου,  για την παραγωγή των λικέρ,  προέρχονται κυρίως από Γαλλικές εταιρείες και πηγές.  Οι συνταγές βασίζονται  άλλοτε στην χρήση  εσσάνς και άλλοτε μόνον στην αξιοποίηση εκχυλισμάτων. Προμηθευτές των εσσάνς ήταν οι οίκοι Αμαρίλιο και Μπενφοράδο.












Κυριακή 17 Απριλίου 2016

"...από την Κούταλη"

Στό κέντρο σχεδόν της θάλασσας του Μαρμαρά, της Προποντίδος, και το πρώτο νησάκι που ανταμώνουμε όταν απο τα Στενά ταξιδεύουμε για την Πόλη, ένα μικρό νησάκι 5 ½ χιλιόμετρα μάκρος και 500 μέτρα φάρδος, τόσο ήταν και είναι η Νήσος Κούταλης, της επαρχίας Μαρμαρά και Μητροπόλεως Κυζίκου. Πολλοί χάρτες ούτε κάν το σημειώνουν. Πάρα πολλοί Έλληνες, ακόμη και από εκείνα τα μέρη, ούτε καν το ξέρουν. Μόνον παλιοί και Παληοελλαδίτες, θυμούνται τον Παναγή τον Κουταλιανό και τα κατορθώματά του, και συνεπώς και τ’ όνομα Κούταλη.
Λίγο χώμα, λίγα αμπελάκια, και δυο μικρά βουναλάκια στις δύο άκρες του νησιού, το ένα προς την Ανατολή το άλλο προς την Δύση. Στην μέση και κατά μήκος, χτισμένο ένα όμορφο χωριό, χωρίς ρυμοτομία μα με πολλά αρχοντικά που δείχνανε περασμένα μεγαλεία. Έτσι καλά το θυμάμαι, τόχω στον νου και στην καρδιά μου και με τα μάτια της ψυχής μου το περιδιαβαίνω κάθε λίγο και λιγάκι, οπόταν κι΄ όταν ξεκουράζομαι από τις καθημερινές φροντίδες.

Είναι η Πατρίδα μου, το χωριό που γεννήθηκα, η Κούταλη. «Από κείπάν» και «απο κείκάτ» χωριζόταν το χωριό, μα εγώ γεννήθηκα σχεδόν στην μέση κοντά στην εκκλησία της Φανερωμένης, την Πρωτομαγιά του 1912.
..............................
Μιαν αυγή το καλοκαίρι του 1916 ένα βαπόρι με Σουλτανική διαταγή, ήρθε να μας πάρει, όλο το χωριό, για να μας μεταφέρει στην Αρτάκη και από εκεί να προχωρήσουμε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας ως «επικίνδυνοι της ασφάλειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».

1916.Παιδάκι τεσσάρων χρονών, κρατώ την Μάννα μου και τον μικρότερο κατά ένα χρόνο αδελφό μου, ενώ το τρίτο αδελφάκι μου το κρατά στην αγκαλιά της η Μάνα μου, και παίρνουμε τον δρόμο της εξορίας, της πρώτης εξορίας.
Σαν όνειρο θυμάμαι εκείνες τις στιγμές. Ο φόβος, ο σπαραγμός των χωριανών μου, μεταδόθηκε και σε μένα. Κάτι κακό, το πολύ κακό, ένοιωθα πως γινότανε, Η ψυχή μου σπάραζε. ‘Ετσι μου έμεινε στη θύμησή μου επί τόσα χρόνια κείνη η ημέρα, εκείνη η σκηνή. Ομαδική έξοδος, φυγή, εξορία από το χωριό μου. Ύστερα δεν θυμάμαι. Πώς ταξίδεψα, πού πήγαμε, πού βγήκαμε, πού καθίσαμε, η παιδική μνήμη δεν συνεκράτησε. ‘Όμως θυμάμαι την Αρτάκη και την φωτιά που έπιασε και έκαψε την μισή περίπου. Θυμάμαι το σπίτι που μείναμε. Μια μεγάλη σάλα – αποθήκη, χωρισμένη με κουβέρτες σε «διαμερίσματα». Ήτανε της Κάλφαινας, έτσι λέγανε την νοικοκυρά- και την χρησιμοποιούσανε για να κάνουνε κουκούλια – μετάξι.

Στη σάλα αυτή καθότανε και οι συγγενικές μας οικογένειες, του μπάρμπα μου Χρυσόστομου Βαλασίου, του Δημήτρη Καραντάνη, και άλλες που δεν θυμάμαι. Στο κάτω πάτωμα έμενε ο παππούς μου Βασίλης με την Γιαγιά μου κα στις δύο θείες μου Ευδοκία και Ανδρομάχη.
‘Ύστερα θυμάμαι τα Ρόδα. Ένα χωριό έξω από την Αρτάκη που μας πήγε ο πατέρας μου για πιο ασφάλεια. Εκεί στα Ρόδα, πιάσανε οι Τούρκοι τον πατέρα μου και τον μαστιγώσανε, γιατί ήταν «κατσάκης» - φυγόστρατος,. Κανένας δεν ήθελε να πάει στον Τούρκικο στρατό και έτσι όλοι σχεδόν γίνανε «κατσάκηδες». Όταν τους έπιαναν οι Τούρκοι, τους μεταχειρίζονταν σαν σκλάβους - χαμάληδες γιατί τελικά είχαν τον φόβο να τους κάνουν στρατιώτες και να τους δώσουν κι όπλα.
.........................

Το 1918, με μια βάρκα, η οικογένειά μου και εγώ, χωρίς τον πατέρα μας, την βάρκα του Καραπάτα και καπετάνιο ένα αμούστακο ακόμα παλικάρι, τον Αριστόδημο Χατζή, ξεκινήσαμε από την Αρτάκη, και με λίγα ρούχα που μας απέμειναν κατά την εξορία, φύγαμε για το χωριό μας, για την Κούταλη. Το κορμί μου ριγούσε από συγκίνηση. Έτρεμα μέσα στην βάρκα, απο χαρά, που γύριζα και πάλι στο χωριό μου, στο σπίτι μας. Ο καιρός καλός, το πανί φούσκωνε και έκανε την βάρκα σαν πολεμικό πλοίο, να τρέχει και θαύμαζα τον καπετάνιο τον Αριστόδημο, στο τιμόνι. Και όταν φτάσαμε «απουκειπάν», πρώτος πετάχτηκα από την βάρκα, και έπεσα μπρούμυτα επάνω στην άμμο του χωριού μου. Έκλαιγα, όπως έκλαιγαν όλοι, που γυρίσαμε στο χωριό μας, στα σπίτια μας , ύστερα από μια πολύ πικρή και οδυνηρή εξορία.
........................................
Σιγά- σιγά γύρισαν και οι άλλοι χωριανοί – όσοι είχαν μείνει. ( Άκουσα τότε ότι πάνω από 600 άτομα πέθαναν στην εξορία από κακουχίες και αρρώστιες). Ρίχτηκαν στην δουλειά. Είχαν να ξαναφτιάξουν τα σπίτια, τις δουλειές τους, τα Σχολεία, τις Εκκλησίες του χωριού τους. Το σιασαν, το φτειαξαν κάπως. Και η ζωή άρχισε να παίρνει ένα υποφερτό ρυθμό. Τότε έπρεπε να πάω στο Σχολείο. Μα πού σχολείο; Πού Δάσκαλος; Ακόμα το χωριό δεν είχε οργανωθεί, η δημογεροντία δεν λειτουργούσε. Σ΄ ένα σπίτι, πρόχειρα, είχε δημιουργήσει η Φωτίκα Χατζή, κοπέλα ανύπαντρη τότε, σχολείο, και πήγα και γώ. Κατάχαμα καθόμαστε, άλλοι σε μαξιλάρι, άλλοι σε προβιάς, άλλοι σε υφαντά χαλάκια. Και εκεί άκουσα κ’ έμαθα τα πρώτα γράμματα, τα πρώτα φώτα. Γράμματα! Πόσο τ΄ αγάπησα, πόσο τα ήθελα, πόσο τα στερήθηκα σύντομα. Πήγα και στο Σχολείο της Κούταλης. Σύντομα και δάσκαλο έφεραν στο χωριό, και το Σχολείο με καλή επισκευή έγινε κατάλληλο. Και το Παρθεναγωγείο για τα κορίτσια ετοιμάστηκε και πήγαιναν όλα τα Κουταλιανάκια σχολείο για να μάθουν γράμματα. Καλά θυμάμαι τον δάσκαλο, Κ. Παπαγιαννίδη απο τον οποίο πολλοί πολλά μάθαμε. Ήταν και λίγο ποιητής ο αείμνηστος Παπαγιαννίδης. Έχει γράψει και ποίημα για την Κούταλη, το «Λύπη θλίψη με κατέχει, όταν φεύγω απο σέ...» Είναι ο τοπικός μας ύμνος και πολλοί Κουταλιανοί και Κουταλιανές τον ξέρουν απ΄ έξω.

Όμορφα χρόνια άρχισε να φαίνεται ότι έρχονταν. Η ζωή πήρε κανονικούς ρυθμούς, αλλά η φωτιά σιγόκαιγε. Ο χρόνος και τα γεγονότα ύφαιναν το στημόνι του δεύτερου και οριστικού διωγμού, της τελειωτικής εξορίας από τη γη μας, τον τόπο μας, το χωριό μας, τη γή και την θάλασσα των πατεράδων μας, των παππούδων μας, των προγόνων μας.
1922. Μαύρος και σκοτεινός ο πιο κακός Σεπτέμβριος για ολόκληρο τον Ελληνισμό. Η πιο μεγάλη και η πιο τραγική καταστροφή του Ελληνικού Έθνους. Και ο τραγικός ξεριζωμός ενάμιση εκατομμυρίου Ελλήνων από την πατρική τους γή. Μαζί τους και εγώ, και όλοι οι Κουταλιανοί. Με βάρκες, καΐκια και υ υπόλοιποι με ένα βαπόρι (το ΠΑΤΡΙΣ) άφηναν οριστικά τον τόπο τους, για να πάρουν τον δρόμο της εξορίας, του οριστικού ξεριζωμού. Πόσος πόνος και πόσα δάκρυα χύθηκαν ; Ευτυχώς, όχι και αίμα όπως στην τραγική Σμύρνη.
Με το καΐκι του πατέρα, η οικογένειά μου και εγώ, μαζί με άλλες συγγενικές οικογένειες, πήραμε τον δρόμο της εξορίας για την Μάννα Ελλάδα. Οι καιροί καλοσυνάτοι. ‘Άπνοες πολλές φορές, τα πανιά των καϊκιών δεν φούσκωναν. Λες και ο Θεός δεν ήθελε να φύγουμε γρήγορα από τον τόπο μας. Μέρες κάναμε να φθάσουμε στην Τένεδο. Καί ύστερα στην Λήμνο, στην Ελλάδα.
Διωγμένοι από το χωριό μας, κατατρεγμένοι από την μοίρα μας, ζητούμε γαλήνη και ζεστασιά στην ήσυχη και φιλόξενη Λήμνο. Πόνος και δάκρυα συντρόφευαν την ανάμνηση του παλιού μας χωριού. – Τέτοια ώρα κάναμε αυτό, σαν σήμερα κάναμε εκείνο.... ‘Όλο με τέτοιες αναμνήσεις περνούσαν πικρές ημέρες και νύχτες. Ώσπου ο χρόνος απάλυνε κάπως και γλύκανε τον πόνο και στέγνωσε τα δάκρυα.
............................
Μεγάλοι και μικροί, άνδρες παιδιά και γυναίκες όλοι στη δουλειά. Τα καΐκια στα ταξίδια. Τα μηχανοκάϊκα στα σφουγγάρια, στα ψάρια και τον χειμώνα στο κάρβουνο στον κόρφο του Μούδρου. Είχε πολύ κάρβουνο από τα πολεμικά βαπόρια που λιμένιαζαν εκεί στους Βαλκανικούς πολέμους. Οι μικροί πουλούσαμε σύκα, πορτοκάλια, λουκούμια και άλλα, στους εγγλέζους που ήταν ακόμα εκεί με μερικά πολεμικά βαπόρια. Και ύστερ απου έφυγαν, οι μικροί τότε εμείς πήγαμε στ αλώνισμα για λίγες δραχμές, στα καπνά, στα στάχυα, στις σβουνιές – γιά καύσιμα! Οι σαρίχες ήταν το άλλο καύσιμο για μάς. Ποιός γνωρίζει και ποιος πάει σήμερα σε αυτά τα ...ορυχεία της Λήμνου; Έπρεπε να προσαρμοστούμε με την κατάσταση, με την πραγματικότητα.
Από τον χειμώνα τα καΐκια άρχιζαν να ετοιμάζονται. Ματίσμτα, μπαλώματα, καλαφάτισμα, μπογιάτισμα, όσο μπορούσαν για νάναι έτοιμοι για δουλειά, για δράση.
...................................
Τα χρόνια δεν περιμένουν. Κυλούν, περνούν, φεύγουν. Κοντεύουν 50 χρόνια απο τότε, μισός αιώνας, μια ζωή. Πόσοι Κουταλιανοί έχουν πεθάνει από τότε; Οι πιο πολλοί. Πόσοι μείναμε; Οι πιο λίγοι. Και σε λίγα χρόνια και εμείς θα φύγουμε για την άλλη πατρίδα, την κοινή πατρίδα όλων των ανθρώπων. Εκεί πώς θάναι δεν το ξέρουμε. Όμως για τούτη την πατρίδα, την Νέα και την Παλιά, πρέπει όσοι κατάγονται από αυτήν, να ξέρουν την ιστορία της. Κάποιος θα πρέπει να την γράψει – εγώ δεν φιλοδόξησα. Απλώς λίγες αναμνήσεις χάραξα.

Χρυσόστομος Βασιλείου

Αθήνα 1969

Χρυσόστομος Βασιλείου του Κωνσταντίνου


Το γενεαλογικό δένδρο της οικογένειας Βασιλείου

 


Αδέλφια Αικατερίνης Ζερμπουλίδη                             Αδέλφια Κων/νου Βασιλείου
Κυριακή Ζερμπουλίδη                                                           Ευδοκία Χρυσοστόμου
Σταυριανή Ζερμπουλίδη                                                        Στυλιανός Χρυσοστόμου
Μαρίκα Ζερμπουλίδη -Ευαγγέλου                                          Ανδρομάχη Χρυσοστόμου
Ζερμπουλής  Ζερμπουλίδης (Αμερική)
Σαράντης Ζερμπουλίδης (Αμερική)

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΖΕΡΜΠΟΥΛΙΔΗ  -  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

                                                                        
ΣΥΖΥΓΟΣ                                                                                                ΠΑΙΔΙΑ
ΒΙΛΕΛΜΙΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ     ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ             ΣΑΡΑΝΤΗΣ              
                                                                                  1/5/12-13/9/70                               ΔΗΜΗΤΡIOΣ
ΕΙΡΗΝΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ                                              ΓΕΩΡΓΙΟΣ                                         -
                                                                                                  1/4/13
ΜΑΡΙΚΑ ΠΑΠΑΝΕΣΤΟΡΑ                                             ΝΙΚΟΛΑΟΣ                                ΚΩΝ/ΝΟΣ
                                                                                                 13/9/14                               ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΑΝΝΑ ΜΙΝΔΗ                                                                  ΘΕΟΔΩΡΟΣ                          ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
                                                                                               20/10/19                                ΑΓΑΠΟΥΛΑ 
ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΑΡΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ                               ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ                              ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
                                                                                                   1/4/21                                   ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΑΜΑΡΑ                                                     ΜΕΝΕΛΑΟΣ                              ΕΥΔΟΚΙΑ
                                                                                               28/1/23                                     ΚΩΝ/ΝΟΣ 
                                                                                          ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  
                                                                                    Εκτελέσθηκε στην Κατοχή
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΡΟΥΛΙΑ                                                   ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ                               ΔΗΜΗΤΡΑ
                                                                                              28/9/30                                        ΚΩΝ/ΝΟΣ  


Ο Χρυσόστομος Βασιλείου   γεννήθηκε την 1η Μαΐου του 1912 στην Κούταλη της Προποντίδας, ένα μικρό νησάκι του συμπλέγματος των νήσων του Μαρμαρά. ΄Ηταν το πρώτο παιδί της Αικατερίνης Ζερμπουλή και του Κωνσταντίνου Χρυσοστόμου του Βασιλείου, πού όταν ήρθαν στην Λήμνο το 1922 με τον ξεριζωμό  και κατεγράφησαν στα ελληνικά δημοτολόγια , ο γραμματέας καταχώρησε ως επίθετο το όνομα του πατέρα του.  Το 1926 αρχίζει να χτίζεται η Νέα Κούταλη.
 
Το 1928 η οικογένεια  μετακομίζει στην Θεσσαλονίκη όπου ο Χρυσόστομος Βασιλείου σπουδάζει στην Εμπορική Σχολή.  Εκεί βρίσκει δουλειά στην εταιρεία των Κονιόρδων –συγγενών από την παλιά πατρίδα- που ασχολήθηκαν κυρίως με την Οινοποιία και αργότερα και με την Οινοπνευματοποιία με εγκαταστάσεις στην Κρήτη. Σύντομα κερδίζει την εκτίμηση και εμπιστοσύνη του παππού Κονιόρδου, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει την ίδρυση παραρτημάτων της εταιρείας σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, στην Φλώρινα, στην Καστοριά, στην Νιγρίτα. Λίγο πριν τον πόλεμο του 40 θα κατέβει στην Αθήνα για να εργαστεί στο μαγαζί της Οινοποιίας στην οδό Αθηνάς πίσω από την πλατεία Κλαυθμώνος. Και κατόπιν στο νέο κατάστημα στον Βύρωνα.

Το 1944 αποφασίζει να ξεκινήσει την δική του δουλειά ως οινοποιός - ποτοποιός στην οδό Χαλκοκονδύλη 46, στην πλατεία Βάθη.

Έτρεφε φοβερή αδυναμία για την πατρίδα του, αλλά και για το καινούριο χωριό στην Λήμνο, την Νέα Κούταλη. Διατηρούσε στενές επαφές με όλους τους Κουταλιανούς του Πειραιά, της Αθήνας της Θεσσαλονίκης. Αλληλογραφώντας με τους Κουταλιανούς της Αμερικής προσπάθησε να τους ευαισθητοποιήσει για να προσφέρουν στην καινούρια πατρίδα και κυρίως στα μικρά παιδιά. Κατάφερε αρκετά - στο σχολείο της Κούταλης , στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, στην σύνδεση με πηγή από το Λαχτοβόδι για νερό στην Κούταλη. Και πάντα το μαγαζί στην Χαλκοκονδύλη  ήταν το "προξενείο" των Κουταλιανών για ό,τι ήθελαν. Και των Κουταλιανών του εξωτερικού......

Στενός φίλος του ο Κλεόβουλος Κλώνης, ο γνωστός σκηνοθέτης του Εθνικού Θεάτρου, επίσης Κουταλιανός και πρόθυμος πάντα υποστηρικτής της νέας πατρίδας. Τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα συνατντόντουσαν στην Χαλκοκονδύλη. Και πάντα, μετά τα Θεοφάνεια, μαζί με άλλους Κουταλιανούς, σε κοινή συνεστίαση και κόψιμο βασιλόπιτας, άλλοτε στον Πειραιά άλλοτε στην Γλυφάδα ή στον Άλιμο.

Κείμενό του Κλ. Κλώνη θα βρήτε στο ιστολόγιο Κουταλιανά (koutaliana.blogspot.com.). Από το ίδιο ιστολόγιο μεταφέρουμε ένα κείμενο του Χρυσόστομου Βασιλείου για την παληά και Νέα Κούταλη για την ιστορία της ζωής του.

Έφυγε πολύ γρήγορα στα 58 του χρόνια, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1970 στις 1.30 το πρωϊ.




ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

ΛΗΜΝΟΣ
ΛΗΜΝΟΣ    ΠΟΡΤΙΑΝΟΥ


ΛΗΜΝΟΣ  1929

ΚΑΒΟΥΡΙ 1946
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1932
ΑΘΗΝΑ 1946
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΚΑΙ ΒΙΛΕΛΜΙΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ 1946

ΝΕΑ ΚΟΥΤΑΛΗ 25/3/1960

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ & ΕΥΔΟΚΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΧΑΛΚΟΚΟΝΔΥΛΗ 46
























να Νοφούσι, πιστοποιητικό γέννησης, του αδελφού του,  Νίκου  Βασιλείου

Η μετάφραση στα Αγγλικά έγινε με την βοήθεια του  Αlp Batman,  καθηγητή του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης με  τον οποίο γνωριστήκαμε όταν έψαχνα για πληροφορίες σχετικές με την παληά Κούταλη.  Και αυτός πάλι ζήτησε βοήθεια από κάποιον που γνώριζε τα παληά τούρκικη γραφή.

Στό πρώτο το πρωτότυπο και στο δεύτερο η μετάφραση στα Αγγλικά.